- αλογιστώ
- ἀλογιστῶ (-έω) (Α) [ἀλόγιστος]παραλογίζομαι, χάνω τα λογικά μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλογίστῳ — ἀλόγιστος inconsiderate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безоумьныи — (178) пр. 1.Лишенный ума, сознания: Аполинарии... безоумьна хс҃а рещи дьрьзнɤ ||=въ оума бо мѣсто рече. бѣ въ нѥмь б҃ъ слово. (ἄνουν) ΚΕ XII, 283а б; се же гл҃ть б҃ословець. съ ере(с)ю аполинарьевою борѩсѩ. гл҃щю пло(т) безумну и бе||здушну имѣти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek